- προσεπισκευάζω
- Α [ἐπισκευάζω]1. επιδιορθώνω κάτι ακόμη2. παθ. προσεπισκευάζομαι(για τάφο) διευρύνομαι, μεγαλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπισκευώ — όω, Α (κρητ. τ.) προσεπισκευάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισκευῶ «επισκευάζω»] … Dictionary of Greek